Αὐτονόμου

Αὐτονόμου
Αὐτόνομος
living under one's own laws
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • νεοκαντιανισμός — ο (φιλοσ.) κατεύθυνση τής σύγχρονης φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ού αιώνα και η οποία, βασισμένη στις θέσεις τού Καντ, επιδίωξε να αφομοιώσει τα νέα επιτεύγματα τών επιστημών και συνέβαλε κυρίως στην ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • νευροφυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το φυτικό ή αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό 2. φρ. «νευροφυτικές διαταραχές» διαταραχές που αφορούν τη δυστονία τού αυτόνομου νευρικού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • ορθοσυμπαθητικός — ή, ό φρ. «ορθοσυμπαθητικό σύστημα» το συμπαθητικό τμήμα τού αυτόνομου νευρικού συστήματος, σε αντιδιαστολή προς το παρασυμπαθητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthosympathique < ορθ(ο) * + συμπαθητικός] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικός — ή, ό / συμπαθητικός, ή, όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα») 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”